εκροή

εκροή
η (AM ἐκροή)
έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής»)
αρχ.
1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος
2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ' όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκροῇ — ἐκροή the places of efflux fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροή — the places of efflux fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκροή — η 1. έξοδος υγρού από το μέρος όπου βρίσκεται. 2. το στόμιο, από όπου γίνεται η ροή προς τα έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκροαῖς — ἐκροή the places of efflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροαί — ἐκροή the places of efflux fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροῆς — ἐκροή the places of efflux fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροῇσι — ἐκροή the places of efflux fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροήν — ἐκροή the places of efflux fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκροῶν — ἐκροή the places of efflux fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”